- σύφιλη
- [-ις (-ιδος) и σύφιληίς (-ίδος)] η сифилис
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σύφιλη — (Ιατρ.). Χρόνια λοιμώδης αφροδίσια νόσος που οφείλεται στην ωχρά σπειροχαίτη (ή Τρεπόνημα το ωχρόν). Αμέσως μετά την ανακάλυψη της Αμερικής η σ. παρουσιάστηκε στην Ευρώπη με μορφή σοβαρών επιδημιών και στη συνέχεια διαδόθηκε στον υπόλοιπο κόσμο·… … Dictionary of Greek
σύφιλη — η (λ. γαλλ.), αφροδίσιο νόσημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συφιλιδικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύφιλη 2. (το αρσ. και το θηλ, ως ουσ.) ο συφιλιδικός, η συφιλιδική αυτός που πάσχει από σύφιλη 3. αυτός που προκαλείται από σύφιλη («συφιλιδικό εξάνθημα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σύφιλη. Η λ. μαρτυρείται από… … Dictionary of Greek
αορτή — Μεγάλο αγγειακό στέλεχος που ξεκινά από την αριστερή κοιλία της καρδιάς, και αφού κάνει μια απόκλιση προς τα πάνω (ανιούσα α.), διαγράφει τόξο (αορτικό τόξο), και κατευθύνεται προς τα κάτω (κατιούσα α.) και καταλήγει στο ύψος του τέταρτου… … Dictionary of Greek
αποπληξία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από απότομη απώλεια της συνείδησης (εγκεφαλικό ίκτους), της κινητικότητας και της αισθητικότητας και οφείλεται συνήθως σε εγκεφαλική αιμορραγία, μπορεί όμως να προκληθεί και από θρόμβωση ή εμβολή αιμοφόρου αγγείου του… … Dictionary of Greek
κληρονομικότητα — Μεταβίβαση των χαρακτήρων ενός ατόμου στις επόμενες γενιές, η οποία πραγματοποιείται με τη σύζευξη των γεννητικών κυττάρων (γαμέτες) των γονέων και την ανάμειξη του γενετικού τους υλικού. Η μεταβίβαση αυτή ακολουθεί καθορισμένους νόμους, που… … Dictionary of Greek
σπειροχαίτη — (spirochete). Γενική ονομασία βακτηριδίων σπειροειδούς σχήματος, που ανήκουν στην τάξη των σπειροχαιτωδών. Οι σ. είναι λεπτά μονοκύτταροι μικροοργανισμοί χωρίς καθορισμένο πυρήνα και αποτελούν μεταβατική μορφή μεταξύ της τάξης των ευβακτηρίων ή… … Dictionary of Greek
συφιλίδη — η, Ν ιατρ. παλαιός, αλλά ακόμη σε χρήση, όρος για κάθε βλάβη τού δέρματος ή τών βλεννογόνων, που εμφανίζεται κατά την δευτερογενή και την τριτογενή σύφιλη (α. «κηλιδώδης συφιλίδη» β. «θυλακιώδης συφιλίδη» γ. «μελαγχρωματική συφιλίδη»). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
συφιλοφοβία — η, Ν νοσηρός φόβος ενδεχόμενης προσβολής από σύφιλη και, γενικά, από αφροδίσια νοσήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. syphilophobia < syphilis (πρβλ. σύφιλη) + phobia (< φοβία)] … Dictionary of Greek
αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… … Dictionary of Greek
συφιλιδικός — ή, ό 1. αυτός που έχει προσβληθεί από σύφιλη. 2. αυτός που αναφέρεται στη σύφιλη: Συφιλιδικό έλκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)